φτωχοφαμελίτης

φτωχοφαμελίτης
ο
θηλ. -ισσα ο φτωχός οικογενειάρχης, ο αρχηγός φτωχής φαμίλιας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φτωχοφαμελίτης — ο, θηλ. φτωχοφαμελίτισσα, Ν φτωχός οικογενειάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοφαμελιά + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”